καρπαία: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρπαία]], ἡ (Α)<br />μιμική όρχηση τών Θεσσαλών [[κατά]] την οποία ο [[χωρικός]] μαχόταν [[εναντίον]] κάποιου ο [[οποίος]] ήθελε να του κλέψει τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[καρπός]] (Ι)]. | |mltxt=[[καρπαία]], ἡ (Α)<br />μιμική όρχηση τών Θεσσαλών [[κατά]] την οποία ο [[χωρικός]] μαχόταν [[εναντίον]] κάποιου ο [[οποίος]] ήθελε να του κλέψει τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[καρπός]] (Ι)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καρπαία:''' ἡ, μιμική όρχηση των Θεσσαλών, σε Ξεν. (πιθ. από το <i>ἁρπ-άζω</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A mimic dance of the Thessalians, in which a peasant scuffles with a cattle-stealer, τὴν καρπαίαν . . ἐν τοῖς ὅπλοις ὀρχεῖσθαι X.An.6.1.7, cf. Ath.1.15f:—also κάρπεα, ἡ, Maced., acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, sc. ὄρχησις, der Fruchttanz, Xen. An. 5, 9, 7 u. Max. Tyr. 28, 4 beschrieben; Ath. I, 15 f.
Greek (Liddell-Scott)
καρπαία: ἡ, μιμική τις ὄρχησις τῶν Θεσσαλῶν, καθ᾽ ἣν χωρικὸς μάχεται κατά τινος θέλοντος νὰ κλέψῃ τὰ κτήνη του, μετὰ τοῦτο Αἰνιᾶνες καὶ Μάγνητες ἀνέστησαν οἳ ὠρχοῦντο τὴν καρπαίαν καλουμένην ἐν τοῖς ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 7, πρβλ. Ἀθήν. 15F· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. 41. (Πρβλ. κραιπνός).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ὄρχησις;
sorte de danse mimée d’origine macédonienne, d’un paysan et d’un malfaiteur qui veut lui voler ses bœufs.
Étymologie: καρπός.
Greek Monolingual
καρπαία, ἡ (Α)
μιμική όρχηση τών Θεσσαλών κατά την οποία ο χωρικός μαχόταν εναντίον κάποιου ο οποίος ήθελε να του κλέψει τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. καρπός (Ι)].
Greek Monotonic
καρπαία: ἡ, μιμική όρχηση των Θεσσαλών, σε Ξεν. (πιθ. από το ἁρπ-άζω).