καταγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγνάμπτω]] (Α)<br />[[κατακάμπτω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να λυγίσει εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
|mltxt=[[καταγνάμπτω]] (Α)<br />[[κατακάμπτω]], [[κάνω]] [[κάτι]] να λυγίσει εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταγνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγνάμπτω Medium diacritics: καταγνάμπτω Low diacritics: καταγνάμπτω Capitals: ΚΑΤΑΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: katagnámptō Transliteration B: katagnamptō Transliteration C: katagnampto Beta Code: katagna/mptw

English (LSJ)

   A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.

French (Bailly abrégé)

courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.

Greek Monolingual

καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.