καταίνεσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταίνεσις]], ἡ (Α) [[καταινώ]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]]<br /><b>2.</b> [[συγκατάθεση]]. | |mltxt=[[καταίνεσις]], ἡ (Α) [[καταινώ]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]]<br /><b>2.</b> [[συγκατάθεση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταίνεσις:''' -εως, ἡ, [[συναίνεση]], [[συμφωνία]]· [[μνήστευση]], [[αρραβώνας]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A betrothal, Plu.TG4.
German (Pape)
[Seite 1350] ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.
Greek (Liddell-Scott)
καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεσις, μνηστεία, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
promesse.
Étymologie: καταινέω.
Greek Monolingual
καταίνεσις, ἡ (Α) καταινώ
1. υπόσχεση
2. συγκατάθεση.
Greek Monotonic
καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεση, συμφωνία· μνήστευση, αρραβώνας, σε Πλούτ.