καταίνεσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταίνεσις]], ἡ (Α) [[καταινώ]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]]<br /><b>2.</b> [[συγκατάθεση]].
|mltxt=[[καταίνεσις]], ἡ (Α) [[καταινώ]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]]<br /><b>2.</b> [[συγκατάθεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταίνεσις:''' -εως, ἡ, [[συναίνεση]], [[συμφωνία]]· [[μνήστευση]], [[αρραβώνας]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίνεσις Medium diacritics: καταίνεσις Low diacritics: καταίνεσις Capitals: ΚΑΤΑΙΝΕΣΙΣ
Transliteration A: kataínesis Transliteration B: katainesis Transliteration C: katainesis Beta Code: katai/nesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A betrothal, Plu.TG4.

German (Pape)

[Seite 1350] ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεσις, μνηστεία, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
promesse.
Étymologie: καταινέω.

Greek Monolingual

καταίνεσις, ἡ (Α) καταινώ
1. υπόσχεση
2. συγκατάθεση.

Greek Monotonic

καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεση, συμφωνία· μνήστευση, αρραβώνας, σε Πλούτ.