κάλτιος: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάλτιος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] κοίλου υποδήματος τών Ρωμαίων, [[κατόπιν]] και τών Βυζαντινών, που αποτελούσε την απαραίτητη εθνική [[υπόδηση]] [[κάθε]] Ρωμαίου πολίτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σικελικής προελεύσεως <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calceus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>calx</i>, <i>calcis</i> «[[φτέρνα]]»]. | |mltxt=[[κάλτιος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] κοίλου υποδήματος τών Ρωμαίων, [[κατόπιν]] και τών Βυζαντινών, που αποτελούσε την απαραίτητη εθνική [[υπόδηση]] [[κάθε]] Ρωμαίου πολίτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σικελικής προελεύσεως <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>calceus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>calx</i>, <i>calcis</i> «[[φτέρνα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάλτιος:''' ὁ, [[Σικελικός]] [[τύπος]] του Λατ. [[calceus]], [[υπόδημα]], [[παπούτσι]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Sicil. form of Lat.
A calceus, shoe, Rhinth.5, Plu.Aem.5, 2.813e, Edict.Diocl.9.7:—κάλτοι· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι, Hsch.:—καλίκιοι, Plb.30.18.3 codd.:—κάλσιοι, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1314] = καλίκιος, Rhinth. bei Poll. 7, 90; B. A. 101 erkl. τὸ ὑπόδημα, es ist der eigentlich griechische Ausdruck für die röm. Fußbedeckung. – Die Form καλτίκιος, die sich einige Male bei Plut. findet, ist verderbt, vgl. Aem. P. 5 Pomp. 24.
Greek (Liddell-Scott)
κάλτιος: ὁ, Σικελικὸς τύπος τοῦ calceus, εἶδος ὑποδήματος, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 5., 2. 813Ε· ― παρὰ Πολυβ. 30. 16, 3, ἔχομεν τὸν ἀμφίβολον τύπον καλίκιοι· καὶ παρὰ Πλουτ. 2. 465Α, καλτίκιοι. Τὸ κυρίως Ἑλληνικὸν ὄνομα τοῦ εἴδους τούτου τοῦ ὑποδήματος ἦτο ὑπόδημα κοῖλον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάλτοι· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. καλτίκιος.
Greek Monolingual
κάλτιος, ὁ (Α)
είδος κοίλου υποδήματος τών Ρωμαίων, κατόπιν και τών Βυζαντινών, που αποτελούσε την απαραίτητη εθνική υπόδηση κάθε Ρωμαίου πολίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σικελικής προελεύσεως < λατ. calceus < calx, calcis «φτέρνα»].
Greek Monotonic
κάλτιος: ὁ, Σικελικός τύπος του Λατ. calceus, υπόδημα, παπούτσι, σε Πλούτ.