καταμφικαλύπτω: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταμφικαλύπτω]] (Α)<br />[[καλύπτω]] καλά από όλες τις πλευρές. | |mltxt=[[καταμφικαλύπτω]] (Α)<br />[[καλύπτω]] καλά από όλες τις πλευρές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταμφικαλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[περιβάλλω]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for ἀμφικαλ-,
A put all round, κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Od.14.349.
German (Pape)
[Seite 1364] = ἀμφικαλύπτω; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας.
Greek (Liddell-Scott)
καταμφικαλύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, περιβάλλω ὡς κάλυμμα (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.
French (Bailly abrégé)
recouvrir complètement.
Étymologie: κατά, ἀμφικαλύπτω.
Greek Monolingual
καταμφικαλύπτω (Α)
καλύπτω καλά από όλες τις πλευρές.
Greek Monotonic
καταμφικαλύπτω: μέλ. -ψω, περιβάλλω, σε Ομήρ. Οδ.