Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάρδοπος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κάρδοπος]] και [[καρδόπη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ειδική [[μεγάλη]] [[σκάφη]] που χρησιμοποιείται για το [[ζύμωμα]] του ψωμιού τών πληρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάφη]] που χρησιμοποιούνταν για το [[ζύμωμα]] του ψωμιού, [[μάκτρα]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> ξύλινο [[αγγείο]]<br /><b>3.</b> το [[ιγδίον]]. το [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[καρδόπη]] [[είναι]] [[επινόημα]] του Αριστοφάνη στις <i>Νεφέλες</i> για τη [[δημιουργία]] κωμικού αποτελέσματος].
|mltxt=η (Α [[κάρδοπος]] και [[καρδόπη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ειδική [[μεγάλη]] [[σκάφη]] που χρησιμοποιείται για το [[ζύμωμα]] του ψωμιού τών πληρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάφη]] που χρησιμοποιούνταν για το [[ζύμωμα]] του ψωμιού, [[μάκτρα]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> ξύλινο [[αγγείο]]<br /><b>3.</b> το [[ιγδίον]]. το [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[καρδόπη]] [[είναι]] [[επινόημα]] του Αριστοφάνη στις <i>Νεφέλες</i> για τη [[δημιουργία]] κωμικού αποτελέσματος].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάρδοπος:''' ἡ, σκαφίδι στο οποίο ζυμώνουν, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδοπος Medium diacritics: κάρδοπος Low diacritics: κάρδοπος Capitals: ΚΑΡΔΟΠΟΣ
Transliteration A: kárdopos Transliteration B: kardopos Transliteration C: kardopos Beta Code: ka/rdopos

English (LSJ)

ἡ,

   A kneading-trough, Eup.228 (pl.), Ar.Ra.1159; κ. πλατεῖα Pl.Phd.99b: generally, wooden vessel, Hom.Epigr.15.6; mortar, Nic.Th.527: Com. fem. καρδόπη, ἡ, coined by Ar.Nu.678.

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, Backtrog, Mulde, übh. ein aus einem Stücke Holz gehöhltes Gefäß; Hom. ep. 15, 6; Ar. Ran. 1157; = μάκτρα Nubb. 669; πλατεῖα Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Nic. Ther. 527, wo es einen Mörser bedeutet.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
huche à pétrir le pain.
Étymologie: DELG ?

Greek Monolingual

η (Α κάρδοπος και καρδόπη)
νεοελλ.
ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα του ψωμιού τών πληρωμάτων
αρχ.
1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα του ψωμιού, μάκτρα
2. επιγρ. ξύλινο αγγείο
3. το ιγδίον. το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. καρδόπη είναι επινόημα του Αριστοφάνη στις Νεφέλες για τη δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].

Greek Monotonic

κάρδοπος: ἡ, σκαφίδι στο οποίο ζυμώνουν, σε Αριστοφ.