κατιθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατιθύνω]] (Α)<br />ιων. και επιτ. τ. του [[κατευθύνω]].
|mltxt=[[κατιθύνω]] (Α)<br />ιων. και επιτ. τ. του [[κατευθύνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατῑθύνω:''' [ῡ], Ιων. αντί <i>κατ-[[ευθύνω]]</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῑθύνω Medium diacritics: κατιθύνω Low diacritics: κατιθύνω Capitals: ΚΑΤΙΘΥΝΩ
Transliteration A: katithýnō Transliteration B: katithynō Transliteration C: katithyno Beta Code: katiqu/nw

English (LSJ)

Ion. and Ep. for

   A κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15; κῦμα Mosch.2.121; χεῖρα τοξότιν AP6.188 (Leon.); ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 1401] = κατευθύνω, Mosch. 2, 121; Luc. Tragodop. 56; Alcaeus 12 (Plan. 226).

Greek (Liddell-Scott)

κατῑθύνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.

French (Bailly abrégé)

diriger, gouverner.
Étymologie: κατά, ἰθύνω.

Greek Monolingual

κατιθύνω (Α)
ιων. και επιτ. τ. του κατευθύνω.

Greek Monotonic

κατῑθύνω: [ῡ], Ιων. αντί κατ-ευθύνω, σε Ηρόδ.