Καύκασος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le Caucase, <i>chaîne de montagnes</i>.<br />'''Étymologie:''' Babiniotis <i>hitt.</i> kaz-kaz, nom d’une population locale.
|btext=ου (ὁ) :<br />le Caucase, <i>chaîne de montagnes</i>.<br />'''Étymologie:''' Babiniotis <i>hitt.</i> kaz-kaz, nom d’une population locale.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Καύκᾰσος:''' ὁ, το [[βουνό]] [[Καύκασος]] [[μεταξύ]] του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας, σε Ηρόδ.· μια γεν. [[Καυκάσιος]] (όπως αν προερχόταν από [[Καύκασις]]), στον ίδ.· τὸ Καυκάσιον [[ὄρος]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Καύκᾰσος Medium diacritics: Καύκασος Low diacritics: Καύκασος Capitals: ΚΑΥΚΑΣΟΣ
Transliteration A: Kaúkasos Transliteration B: Kaukasos Transliteration C: Kaykasos Beta Code: *kau/kasos

English (LSJ)

ὁ,

   A Mt. Caucasus between the Euxine and Caspian, Hdt. 1.203 sq.: also a gen. Καυκάσιος (as if from Καύκασις) Id.3.97, cf. St.Byz. s. v.: τὸ Καυκάσιον ὄρος Hdt.1.104.—The region was Καυκασία, ἡ, and the inhabitants Καυκασῖται, Καυκασιανοί, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Καύκᾰσος: ὁ, τὸ μεταξὺ Εὐξείνου καὶ Κασπίας ὄρος, Ἡρόδ. 1. 203, κἑξ.· ὡσαύτως τὸ ἐθνικ. Καυκάσιος (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Καύκασις) ὁ αὐτ. 3. 97, πρβλ. Στέφ. Β. ἐν λ. τὸ Καυκάσιον ὄρος Ἡρόδ. 1. 104.- Ἡ χώρα ἐκαλεῖτο Καυκασία, ἡ, καὶ οἱ κάτοικοι Καυκασῖται, Καυκασιανοί, Στέφ. Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Caucase, chaîne de montagnes.
Étymologie: Babiniotis hitt. kaz-kaz, nom d’une population locale.

Greek Monotonic

Καύκᾰσος: ὁ, το βουνό Καύκασος μεταξύ του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας, σε Ηρόδ.· μια γεν. Καυκάσιος (όπως αν προερχόταν από Καύκασις), στον ίδ.· τὸ Καυκάσιον ὄρος, σε Ηρόδ.