κεραύνειος: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεράνειος, -ον (Α) [[κεραυνός]]<br />αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.
|mltxt=κεράνειος, -ον (Α) [[κεραυνός]]<br />αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραύνειος:''' -ον ([[κεραυνός]]), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύνειος Medium diacritics: κεραύνειος Low diacritics: κεραύνειος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΕΙΟΣ
Transliteration A: keraúneios Transliteration B: kerauneios Transliteration C: kerayneios Beta Code: kerau/neios

English (LSJ)

ον,

   A wielding the thunder, Ζεύς AP7.49 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1422] Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνειος: -ον, ὁ τὸν κεραυνὸν χειριζόμενος, Ζεὺς Ἀνθολογ. Π. 7. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance la foudre (ép. de Zeus).
Étymologie: κεραυνός.

Greek Monolingual

κεράνειος, -ον (Α) κεραυνός
αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.

Greek Monotonic

κεραύνειος: -ον (κεραυνός), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.