κρεάδιον: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(21)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεᾴδιον]], τὸ (AM)<br />μικρό [[κομμάτι]] κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγ</i>-<i>άδιον</i>, <i>κηπ</i>-<i>άδιον</i>)].
|mltxt=[[κρεᾴδιον]], τὸ (AM)<br />μικρό [[κομμάτι]] κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγ</i>-<i>άδιον</i>, <i>κηπ</i>-<i>άδιον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κρεάδιον: ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, «ἕνα κομματάκι κρέας», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de chair, de viande.
Étymologie: dim. de κρέας.

Greek Monolingual

κρεᾴδιον, τὸ (AM)
μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. ζυγ-άδιον, κηπ-άδιον)].

Greek Monotonic

κρεάδιον: [ᾱ], τό, υποκορ. του κρέας, τεμάχιο κρέατος, κομμάτι κρέας, σε Αριστοφ., Ξεν.