κρύφω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(22)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρύφω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κρύπτω]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κρυφ</i>-<i>α</i>)].
|mltxt=[[κρύφω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κρύπτω]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυφ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κρυφ</i>-<i>α</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρύφω:''' [ῠ], μεταγεν. [[τύπος]] του [[κρύπτω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠφω Medium diacritics: κρύφω Low diacritics: κρύφω Capitals: ΚΡΥΦΩ
Transliteration A: krýphō Transliteration B: kryphō Transliteration C: kryfo Beta Code: kru/fw

English (LSJ)

late form of κρύπτω, only impf., Q.S.1.393, AP7.700 (Diod.), Nonn.D.7.45, al.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφω: ῠ, μεταγν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318.

Greek Monolingual

κρύφω (Α)
βλ. κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρύπτω < θ. κρυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κρυφ-α)].

Greek Monotonic

κρύφω: [ῠ], μεταγεν. τύπος του κρύπτω, σε Ανθ.