κυκνόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκνόμορφος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει, ως [[προς]] τη [[μορφή]] ή τη [[λευκότητα]], με κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αετό</i>-<i>μορφος</i>, <i>ιερακό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=[[κυκνόμορφος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει, ως [[προς]] τη [[μορφή]] ή τη [[λευκότητα]], με κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αετό</i>-<i>μορφος</i>, <i>ιερακό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυκνόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει τη [[μορφή]] κύκνου, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόμορφος Medium diacritics: κυκνόμορφος Low diacritics: κυκνόμορφος Capitals: ΚΥΚΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kyknómorphos Transliteration B: kyknomorphos Transliteration C: kyknomorfos Beta Code: kukno/morfos

English (LSJ)

ον,

   A swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς κύκνος, Αἰσχύλ. Πρ. 795.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la forme d’un cygne.
Étymologie: κύκνος, μορφή.

Greek Monolingual

κυκνόμορφος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό-μορφος, ιερακό-μορφος].

Greek Monotonic

κυκνόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή κύκνου, σε Αισχύλ.