κορεύομαι: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορεύομαι]] (Α) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> ζω ως [[κόρη]], ως [[παρθένος]], [[περνώ]] την [[παρθενική]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) παντρεύομαι<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι. | |mltxt=[[κορεύομαι]] (Α) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> ζω ως [[κόρη]], ως [[παρθένος]], [[περνώ]] την [[παρθενική]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) παντρεύομαι<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κορεύομαι:''' μέλ. <i>κορευθήσομαι</i>, Παθ. ([[κόρη]]) είμαι [[παρθένος]], [[διέρχομαι]] την [[παρθενική]] [[ηλικία]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass., fut. κορευθήσομαι ib.313: (κόρη):—
A pass one's maidenhood, E.l.c. II to be deflowered, Pherecyd.92 (b) J.
Greek (Liddell-Scott)
κορεύομαι: μέλλ. κορευθήσομαι· παθ: (κόρη): ― παρθενεύομαι, διέρχομαι τὴν παρθενικὴν ἡλικίαν, κατ’ ἄλλους ὑπανδρεύομαι, Εὐρ. Ἄλκ. 312. ΙΙ. ἀφαιροῦμαι, χάνω τὴν παρθενίαν, ὡς τὸ διακορεύομαι, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 289, ἔνθα ἴδε Buttm.
French (Bailly abrégé)
1 vivre en jeune fille Bailly;
2 perdre sa virginité LSJ, d’après Phérécyde.
Étymologie: κόρη.
Greek Monolingual
κορεύομαι (Α) κόρη
1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία
2. (κατ' άλλους) παντρεύομαι
3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.
Greek Monotonic
κορεύομαι: μέλ. κορευθήσομαι, Παθ. (κόρη) είμαι παρθένος, διέρχομαι την παρθενική ηλικία, σε Ευρ.