κόρευμα: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κόρευμα]], τὸ (Α) [[κορεύομαι]]<br />η [[ιδιότητα]] της παρθένας, [[παρθενία]] («ὦ [[λέκτρον]], [[ἔνθα]] παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῡδ' ἀνδρός», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[κόρευμα]], τὸ (Α) [[κορεύομαι]]<br />η [[ιδιότητα]] της παρθένας, [[παρθενία]] («ὦ [[λέκτρον]], [[ἔνθα]] παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῡδ' ἀνδρός», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόρευμα:''' τό = [[κορεία]], [[παρθενία]], σε Ευρ., στον πληθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.
Greek (Liddell-Scott)
κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.
Greek Monolingual
κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῡδ' ἀνδρός», Ευρ.).