λιτόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιτόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει λιτά, [[λιτοδίαιτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιτόβιο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>, <i>λιπό</i>-<i>βιος</i>)]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[λιτόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει λιτά, [[λιτοδίαιτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιτόβιο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>, <i>λιπό</i>-<i>βιος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῑτόβιος:''' -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με [[φειδώ]], [[λιτά]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (λιτός)
A living plainly or sparingly, Str.15.1.34.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινό-βιος, λιπό-βιος)].
Greek Monotonic
λῑτόβιος: -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά, σε Στράβ.