λοετρόν: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοετρόν]], τὸ (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[λουτρό]]. | |mltxt=[[λοετρόν]], τὸ (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[λουτρό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοετρόν:''' [[λοετροχόος]], Επικ. αντί [[λουτρόν]], [[λουτροχόος]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
λοετρόν: λοετροχόος, ἀρχαιότατοι τύποι τοῦ: λουτρ-, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. λουτρόν.
English (Autenrieth)
(λοϝετρόν, λούω): bathing, bath, pl., Ὠκεανοι<<><>>ο, ‘in Ocean,’ Od. 5.275.
Greek Monolingual
λοετρόν, τὸ (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτρό.
Greek Monotonic
λοετρόν: λοετροχόος, Επικ. αντί λουτρόν, λουτροχόος, σε Όμηρ.