λοετροχόος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
v. λουτροχόος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. λουτροχόος.
Greek Monolingual
λοετροχόος, -ον (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτροχόος.
German (Pape)
ep. = λουτροχόος.
Full diacritics: λοετροχόος | Medium diacritics: λοετροχόος | Low diacritics: λοετροχόος | Capitals: ΛΟΕΤΡΟΧΟΟΣ |
Transliteration A: loetrochóos | Transliteration B: loetrochoos | Transliteration C: loetrochoos | Beta Code: loetroxo/os |
v. λουτροχόος.
épq. c. λουτροχόος.
λοετροχόος, -ον (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτροχόος.
ep. = λουτροχόος.