κρημνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κρημνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο [[γεμάτος]] γκρεμούς, [[απότομος]] («τὸ κρημνῶδες τῆς [[ἑκατέρωθεν]] ὄχθης», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>].
|mltxt=-ες (AM [[κρημνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο [[γεμάτος]] γκρεμούς, [[απότομος]] («τὸ κρημνῶδες τῆς [[ἑκατέρωθεν]] ὄχθης», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρημνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[απόκρημνος]], [[απότομος]], [[κατακόρυφος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώδης Medium diacritics: κρημνώδης Low diacritics: κρημνώδης Capitals: ΚΡΗΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: krēmnṓdēs Transliteration B: krēmnōdēs Transliteration C: krimnodis Beta Code: krhmnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A precipitous, Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.Tim.31: Sup., Hdn.6.5.5.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώδης: -ες, (εἶδος) ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
escarpé.
Étymologie: κρημνός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κρημνώδης, -ῶδες)
αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώδης].

Greek Monotonic

κρημνώδης: -ες (εἶδος), απόκρημνος, απότομος, κατακόρυφος, σε Θουκ.