λυσίκακος: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσίκακος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («[[λυσίκακος]] [[ὕπνος]]», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κακός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>αρχέ</i>-<i>κακος</i>)].
|mltxt=[[λυσίκακος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («[[λυσίκακος]] [[ὕπνος]]», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κακός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>αρχέ</i>-<i>κακος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίκᾰκος:''' [ῐ], -ον ([[κακόν]]), αυτός που σταματάει το [[κακό]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐκᾰκος Medium diacritics: λυσίκακος Low diacritics: λυσίκακος Capitals: ΛΥΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: lysíkakos Transliteration B: lysikakos Transliteration C: lysikakos Beta Code: lusi/kakos

English (LSJ)

ον,

   A ending evil, ὕπνος Thgn.476.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des maux.
Étymologie: λύω, κακός.

Greek Monolingual

λυσίκακος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + κακός (πρβλ. αλεξί-κακος, αρχέ-κακος)].

Greek Monotonic

λῡσίκᾰκος: [ῐ], -ον (κακόν), αυτός που σταματάει το κακό, σε Θέογν.