ματαιολόγος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=[[ματαιολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[μάταια]], στο βρόντο, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιολόγος Medium diacritics: ματαιολόγος Low diacritics: ματαιολόγος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mataiológos Transliteration B: mataiologos Transliteration C: mataiologos Beta Code: mataiolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A talking at random, Telest.1.9, Ep.Tit.1.10, Vett.Val.301.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient de vains ou de sots discours.
Étymologie: μάταιος, λέγω³.

English (Strong)

from μάταιος and λέγω; an idle (i.e. senseless or mischievous) talker, i.e. a wrangler: vain talker.

English (Thayer)

ματαιολογου, ὁ (μάταιος and λέγω), an idle talker, one who utters empty, senseless things: Titus 1:10.

Greek Monolingual

ματαιολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -λόγος].

Greek Monotonic

μᾰταιολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει μάταια, στο βρόντο, σε Καινή Διαθήκη