μεγαλανορία: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλανορία]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεγαληνορία]]. | |mltxt=[[μεγαλανορία]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεγαληνορία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλᾱνορία:''' μεγᾰλ-άνωρ, Δωρ. αντί <i>μεγαλ-ην-</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
μεγᾰλ-άνωρ, Dor. for μεγαλην-.
German (Pape)
[Seite 105] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = μεγαληνορία u. μεγαλήνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μεγαληνορία.
English (Slater)
μεγᾰλᾱνορία
 nbsp; 1 ambitious action ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)
Greek Monolingual
μεγαλανορία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαληνορία.
Greek Monotonic
μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλ-άνωρ, Δωρ. αντί μεγαλ-ην-.