μεθεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6_20) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[μετέχω]], δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε. | |lstext='''μεθεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[μετέχω]], δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[μετέχω]], αυτό που πρέπει να έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(μετέχω)
A one must share, τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. R.424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14.
German (Pape)
[Seite 111] adj. verb. zu μετέχω.
Greek (Liddell-Scott)
μεθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μετέχω, δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε.
Greek Monotonic
μεθεκτέον: ρημ. επίθ. του μετέχω, αυτό που πρέπει να έχει μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.