μάταν: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μάταν]] (Α)<br />(δωρ.τ.) <b>βλ.</b> [[μάτην]].———————— <b>(II)</b><br />[[μάταν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[λύγξ]], [[ἔνιοι]] δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μάταν]] (Α)<br />(δωρ.τ.) <b>βλ.</b> [[μάτην]].———————— <b>(II)</b><br />[[μάταν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[λύγξ]], [[ἔνιοι]] δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάταν:''' Δωρ. αντί [[μάτην]].
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάταν Medium diacritics: μάταν Low diacritics: μάταν Capitals: ΜΑΤΑΝ
Transliteration A: mátan Transliteration B: matan Transliteration C: matan Beta Code: ma/tan

English (LSJ)

Adv., Dor. for μάτην.

   II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ,

   A v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).

Greek (Liddell-Scott)

μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.

English (Slater)

μᾰτᾱν
   1 to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)

Greek Monolingual

(I)
μάταν (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μάτην.———————— (II)
μάταν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».

Greek Monotonic

μάταν: Δωρ. αντί μάτην.