μελάγχρως: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(24)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάγχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
|mltxt=[[μελάγχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελάγχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 118] ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.

French (Bailly abrégé)

1χροος;
nom. plur. μελάγχροες;
c. μελάγχροος.
2ωτος (ὁ, ἡ)
c. μελάγχροος.
Étymologie: μέλας, χρώς.

Greek Monolingual

μελάγχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελάγχρους.

Greek Monotonic

μελάγχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.