μετάκοινος: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετάκοινος]], -ον (Α)<br />[[συμμέτοχος]], [[κοινωνός]] («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>κοινος</i>)]. | |mltxt=[[μετάκοινος]], -ον (Α)<br />[[συμμέτοχος]], [[κοινωνός]] («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>κοινος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετάκοινος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, [[συμμέτοχος]], σε Αισχύλ.· <i>τινι</i>, με κάποιον άλλον, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sharing in common, partaking, ξυνδαίτωρ A.Eu. 351 (lyr.); παντὶ δόμῳ μ. ib.964 (lyr.); ματρί Id.Supp.1038 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 148] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
μετάκοινος: -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, αὐτόθι 964, Ἱκέτ. 1039.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend sa part en commun avec, associé à, τινι.
Étymologie: μετά, κοινός.
Greek Monolingual
μετάκοινος, -ον (Α)
συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοινός (πρβλ. επί-κοινος)].
Greek Monotonic
μετάκοινος: -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, συμμέτοχος, σε Αισχύλ.· τινι, με κάποιον άλλον, στον ίδ.