μεριστής: Difference between revisions

From LSJ
(24)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεριστής]], ὁ θηλ. [[μερίστρια]] ΑM [[μερίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χωρίζει, που διαιρεί<br /><b>2.</b> αυτός που διανέμει [[κάτι]]·|| <b>αρχ.</b> [[μέτοχος]].
|mltxt=[[μεριστής]], ὁ θηλ. [[μερίστρια]] ΑM [[μερίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χωρίζει, που διαιρεί<br /><b>2.</b> αυτός που διανέμει [[κάτι]]·|| <b>αρχ.</b> [[μέτοχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεριστής:''' -οῦ, ὁ ([[μερίζω]]), αυτός που διαιρεί, μοιράζει, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστής Medium diacritics: μεριστής Low diacritics: μεριστής Capitals: ΜΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: meristḗs Transliteration B: meristēs Transliteration C: meristis Beta Code: meristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A divider, distributor, Ev.Luc.12.14, Poll.4.176, PMag.Leid.W.14.42; μ. χρόνων ζωῆς, of the lord of the horoscope, Vett.Val.62.4:—fem. μερ-ίστρια, Sch.rec.A.Th. 711.

German (Pape)

[Seite 135] ὁ, der Theiler, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστής: -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, Πολυδ. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui partage, qui divise.
Étymologie: μερίζω.

Spanish

distribuidor, repartidor

English (Strong)

from μερίζω; an apportioner (administrator): divider.

English (Thayer)

μεριστού, ὁ (μερίζω), a divider: of an inheritance, Pollux (4,176).)

Greek Monolingual

μεριστής, ὁ θηλ. μερίστρια ΑM μερίζω
1. αυτός που χωρίζει, που διαιρεί
2. αυτός που διανέμει κάτι·

Greek Monotonic

μεριστής: -οῦ, ὁ (μερίζω), αυτός που διαιρεί, μοιράζει, σε Καινή Διαθήκη