μελοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μελοποιός]])<br />[[λυρικός]] [[ποιητής]] (α. «ἡ Λεσβία [[μελοποιός]]» — η [[Σαπφώ]]<br />β. «ὁ Θηβαῑος [[μελοποιός]]» — ο [[Πίνδαρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο (Α [[μελοποιός]])<br />[[λυρικός]] [[ποιητής]] (α. «ἡ Λεσβία [[μελοποιός]]» — η [[Σαπφώ]]<br />β. «ὁ Θηβαῑος [[μελοποιός]]» — ο [[Πίνδαρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνθέτης]] μουσικών έργων, [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελοποιός:''' ὁ ([[μέλος]] II, [[ποιέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συνθέτης]] τραγουδιών, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[μελωδικός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοποιός Medium diacritics: μελοποιός Low diacritics: μελοποιός Capitals: ΜΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melopoiós Transliteration B: melopoios Transliteration C: melopoios Beta Code: melopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of songs, lyric poet, Ar. Ra.1250, Pl.Prt.326a, etc.; ὁ Θηβαῖος μ., of Pindar, Ath.1.3c; ἡ Λεσβία μ., of Sappho, Luc.Im.18.    II as Adj., generally, tuneful, μέριμνα E.Rh.550 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 127] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.

Greek (Liddell-Scott)

μελοποιός: ὁ, (μέλος Β) ὁ ποιῶν μέλη, λυρικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., καθόλου, ᾠδικός, ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μελοποιός)
λυρικός ποιητής (α. «ἡ Λεσβία μελοποιός» — η Σαπφώ
β. «ὁ Θηβαῑος μελοποιός» — ο Πίνδαρος)
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ποιός].

Greek Monotonic

μελοποιός: ὁ (μέλος II, ποιέω
I. συνθέτης τραγουδιών, λυρικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. ως επίθ., μελωδικός, σε Ευρ.