ξενοδαΐκτης: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(27)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>δαΐκτης</i>].
|mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>δαΐκτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδᾰΐκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδᾰΐκτης Medium diacritics: ξενοδαΐκτης Low diacritics: ξενοδαΐκτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΪΚΤΗΣ
Transliteration A: xenodaḯktēs Transliteration B: xenodaiktēs Transliteration C: ksenodaiktis Beta Code: cenodai/+kths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ,

   A one who murders guests or strangers, Pi.Parth.Fr.13.30 ; ξεινο- prob. cj. in E.HF391 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, ἔνθα εἶναι τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ξενοδαίταν.

Greek Monolingual

ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή -δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο-δαΐκτης].

Greek Monotonic

ξενοδᾰΐκτης: -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.