ξενοδοχία: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενοδοχία]], ἡ (Α) [[ξενοδόχος]]<br />[[περιποίηση]] ξένου, [[φιλοξενία]].
|mltxt=[[ξενοδοχία]], ἡ (Α) [[ξενοδόχος]]<br />[[περιποίηση]] ξένου, [[φιλοξενία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδοχία:''' ἡ, [[φροντίδα]], [[περιποίηση]] [[ξένων]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδοχία Medium diacritics: ξενοδοχία Low diacritics: ξενοδοχία Capitals: ΞΕΝΟΔΟΧΙΑ
Transliteration A: xenodochía Transliteration B: xenodochia Transliteration C: ksenodochia Beta Code: cenodoxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A entertainment of a stranger, X.Oec.9.10 (pl.), Thphr.Char.23.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, das Aufnehmen, Bewirthen von Fremden od. Gästen, Xen. Oec. 9, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδοχία: ἡ, ἡ περιποίησις ξένου, Ξεν. Οἰκ. 9. 10, Θεοφρ. Χαρακτ. 23· - ἀλλὰ διορθωτέον ξενοδοκία, ἴδε ξενοδόχος.

Greek Monolingual

ξενοδοχία, ἡ (Α) ξενοδόχος
περιποίηση ξένου, φιλοξενία.

Greek Monotonic

ξενοδοχία: ἡ, φροντίδα, περιποίηση ξένων, σε Ξεν.