νοόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=[[νοόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το [[μυαλό]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοόπληκτος Medium diacritics: νοόπληκτος Low diacritics: νοόπληκτος Capitals: ΝΟΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: noóplēktos Transliteration B: nooplēktos Transliteration C: noopliktos Beta Code: noo/plhktos

English (LSJ)

ον,

   A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.

Greek Monolingual

νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό-πληκτος, φρενό-πληκτος].

Greek Monotonic

νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.