οἰνοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοπληθής]], -ές (ΑΜ)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο [[κρασί]], [[πλούσιος]] σε [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αστερο</i>-<i>πληθής</i>].
|mltxt=[[οἰνοπληθής]], -ές (ΑΜ)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο [[κρασί]], [[πλούσιος]] σε [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αστερο</i>-<i>πληθής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοπληθής:''' -ές ([[πλήθω]]), [[άφθονος]] σε [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπληθής Medium diacritics: οἰνοπληθής Low diacritics: οινοπληθής Capitals: ΟΙΝΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: oinoplēthḗs Transliteration B: oinoplēthēs Transliteration C: oinoplithis Beta Code: oi)noplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A abounding in wine, Συρίη Od.15.406.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en vin.
Étymologie: οἶνος, πλῆθος.

English (Autenrieth)

abounding in wine, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)
(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής].

Greek Monotonic

οἰνοπληθής: -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.