ὀκταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οχταπλάσιος]], -α, -ο (Α [[ὀκταπλάσιος]], -ία, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[οκτώ]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οκταπλασίως</i> και <i>οκταπλάσια</i> και <i>οχταπλάσια</i> (Α ὀκταπλασίως)<br />[[κατά]] [[οκτώ]] φορές περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
|mltxt=και [[οχταπλάσιος]], -α, -ο (Α [[ὀκταπλάσιος]], -ία, -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[οκτώ]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οκταπλασίως</i> και <i>οκταπλάσια</i> και <i>οχταπλάσια</i> (Α ὀκταπλασίως)<br />[[κατά]] [[οκτώ]] φορές περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτᾰπλάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, [[οκτώ]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]], Λατ. [[octuplus]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταπλάσιος Medium diacritics: ὀκταπλάσιος Low diacritics: οκταπλάσιος Capitals: ΟΚΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: oktaplásios Transliteration B: oktaplasios Transliteration C: oktaplasios Beta Code: o)ktapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,

   A eightfold, Ar.Eq.70, Pl.Ti. 35c.

German (Pape)

[Seite 317] achtfach; Ar. Equ. 70; ὀκταπλασίαν μοῖραν, Plat. Tim. 35 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὀκτάκις μεγαλείτερος ἢ περισσότερος, Λατ. octuplus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 70, Πλάτ. Τίμ. 35C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
huit fois aussi grand.
Étymologie: ὀκτώ, -πλάσιος.

Greek Monolingual

και οχταπλάσιος, -α, -ο (Α ὀκταπλάσιος, -ία, -ον)
αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
επίρρ...
οκταπλασίως και οκταπλάσια και οχταπλάσια (Α ὀκταπλασίως)
κατά οκτώ φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πλάσιος].

Greek Monotonic

ὀκτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, Λατ. octuplus, σε Αριστοφ.