ὀνομακλήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνομακλήτωρ]], ὁ (ΑΜ, Μ και [[ὀνοματοκλήτωρ]])<br />[[υπηρέτης]] [[εντεταλμένος]] να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια [[εκδήλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί [[απόδοση]] στην Ελληνική του λατ. <i>nomencl</i><i>ā</i><i>tor</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νομεγκλάτωρ]])].
|mltxt=[[ὀνομακλήτωρ]], ὁ (ΑΜ, Μ και [[ὀνοματοκλήτωρ]])<br />[[υπηρέτης]] [[εντεταλμένος]] να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια [[εκδήλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί [[απόδοση]] στην Ελληνική του λατ. <i>nomencl</i><i>ā</i><i>tor</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νομεγκλάτωρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[καλέω]]), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. [[nomenclator]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομακλήτωρ Medium diacritics: ὀνομακλήτωρ Low diacritics: ονομακλήτωρ Capitals: ΟΝΟΜΑΚΛΗΤΩΡ
Transliteration A: onomaklḗtōr Transliteration B: onomaklētōr Transliteration C: onomaklitor Beta Code: o)nomaklh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (καλέω)

   A one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.

German (Pape)

[Seite 349] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας ὀνομαστί, Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.

French (Bailly abrégé)

τορος (ὁ) :
serviteur chargé de nommer à son maître les passants ou les citoyens ; à Rome nomenclator.
Étymologie: ὄνομα, καλέω.

Greek Monolingual

ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ)
υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)].

Greek Monotonic

ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.