οἰωνόθροος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui retentit du chant des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[θρέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui retentit du chant des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[θρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰωνόθροος:''' -ον, αυτός που ανήκει στην [[κραυγή]] των πουλιών, οἰωνοθρόος [[γόος]], θρηνητική [[κραυγή]] των πουλιών, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds,A.Ag.56(anap.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνόθροος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κραυγὴν τῶν πτηνῶν, οἰ. γόος, ἡ γοερὰ κραυγὴ τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui retentit du chant des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, θρέω.
Greek Monotonic
οἰωνόθροος: -ον, αυτός που ανήκει στην κραυγή των πουλιών, οἰωνοθρόος γόος, θρηνητική κραυγή των πουλιών, σε Αισχύλ.