ὀκτάτονος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀκτάτονος]], -ον (Α)<br />(για [[χταπόδι]]) αυτός που έχει [[οκτώ]] πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη [[λεία]] του («[[ὀκτάτονοι]] ἕλικες» — τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])]. | |mltxt=[[ὀκτάτονος]], -ον (Α)<br />(για [[χταπόδι]]) αυτός που έχει [[οκτώ]] πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη [[λεία]] του («[[ὀκτάτονοι]] ἕλικες» — τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκτάτονος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε [[οκτώ]] μεριές, ἕλικες [[ὀκτάτονοι]], τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.
Greek Monolingual
ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].
Greek Monotonic
ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε οκτώ μεριές, ἕλικες ὀκτάτονοι, τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.