ὀρφάνευμα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />situation d’orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />situation d’orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρφάνευμα:''' [ᾰ], -ατος, τό, η [[κατάσταση]] του ορφανού, [[ορφάνια]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A orphan state, orphanhood, E.HF546.
German (Pape)
[Seite 388] τό, der Zustand des Verwais'tseins, Eur. Herc. Fur. 546.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφάνευμα: [ᾰ], τό, ἡ κατάστασις τοῦ ὀρφανοῦ, ὀρφανία, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 516.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανεύω.
Greek Monotonic
ὀρφάνευμα: [ᾰ], -ατος, τό, η κατάσταση του ορφανού, ορφάνια, σε Ευρ.