ὀρσίπους: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρσίπους]], -ποδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που σηκώνει, που θέτει σε [[κίνηση]] τα πόδια, [[ταχύς]], [[ταχύπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | |mltxt=[[ὀρσίπους]], -ποδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που σηκώνει, που θέτει σε [[κίνηση]] τα πόδια, [[ταχύς]], [[ταχύπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρσίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, [[ταχύς]] στα πόδια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A raising the foot, swift-footed, ἔλαφοι AP15.27 (Simm.); ὀ. βοή stirring the feet to flight, Trag.Adesp.245.
German (Pape)
[Seite 387] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρσίπους: [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν πόδα, ὠκύπους, ταχύς, ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· ὀρσίπους βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui meut ses pieds, agile.
Étymologie: ὄρνυμι, πούς.
Greek Monolingual
ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς.
Greek Monotonic
ὀρσίπους: [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύς στα πόδια, σε Ανθ.