πανυπείροχος: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπερέχει όλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπείροχος]], ιων. τ. του [[ὑπέροχος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που υπερέχει όλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπείροχος]], ιων. τ. του [[ὑπέροχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰνῠπείροχος:''' -ον, αυτός που είναι ο διαπρεπέστερος όλων, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pre-eminent, supreme, θεοί IG3.171a, cf. Opp.C.1.311, AP9.656,741, IGRom.4.415 (Pergam., iii A. D.), MAMA1.306 (Phrygia), Dioscorusin PLit.Lond.98 ii 8: neut. pl. as Advb., Opp.C.2.63, al.
German (Pape)
[Seite 465] über Alles hervorragend; Opp. Cyn. 2, 63. 3, 170; τέχνᾳ, Ep. ad. 229 a (IX, 741), vgl. ib. IX, 656.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνῠπείροχος: -ον, ὑπὲρ πάντας ὑπέροχος, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 63, Ἀνθ. Π. 9. 656, 741, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἀθηνῶν CIA. III. 171a ἐν προσθήκαις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l’emporte sur tout, éminemment supérieur.
Étymologie: πᾶν, ὑπείροχος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπερέχει όλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπείροχος, ιων. τ. του ὑπέροχος.
Greek Monotonic
πᾰνῠπείροχος: -ον, αυτός που είναι ο διαπρεπέστερος όλων, σε Ανθ.