παρακελευσμός: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παρακελεύομαι]]<br />[[παρακέλευσις]], [[παρακίνηση]], [[προτροπή]], [[παραίνεση]].
|mltxt=ὁ, Α [[παρακελεύομαι]]<br />[[παρακέλευσις]], [[παρακίνηση]], [[προτροπή]], [[παραίνεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακελευσμός:''' ὁ = [[παρακέλευσις]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευσμός Medium diacritics: παρακελευσμός Low diacritics: παρακελευσμός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΜΟΣ
Transliteration A: parakeleusmós Transliteration B: parakeleusmos Transliteration C: parakelefsmos Beta Code: parakeleusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = παρακέλευσις 1, Th. 4.11, Lys.2.38, X.Cyr.3.3.59, etc.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, = παρακέλευσις; Thuc. 4, 11; μεστὸν τὸ στράτευμα παρακελευσμοῦ, Xen. Cyr. 3, 3, 59; ἐναγώνιος, Pol. 10, 11, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευσμός: ὁ, = παρακέλευσις, Θουκ. 4. 11, Λυσ. 194. 15, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 59, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: παρακελεύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακελεύομαι
παρακέλευσις, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση.

Greek Monotonic

παρακελευσμός: ὁ = παρακέλευσις, σε Θουκ., Ξεν.