παρασχίζω: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] [[κατά]] [[μήκος]], [[κόβω]] [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[διανοίγω]] («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) [[ανοίγω]], [[σχίζω]] [[κατά]] [[μήκος]] (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «ἱμάτια [[κατά]] [[μήκος]] παρασχιζόμενα», Πολύαιν.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] [[κατά]] [[μήκος]], [[κόβω]] [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[διανοίγω]] («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) [[ανοίγω]], [[σχίζω]] [[κατά]] [[μήκος]] (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «ἱμάτια [[κατά]] [[μήκος]] παρασχιζόμενα», Πολύαιν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] κατά [[μήκος]], [[ξεσχίζω]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασχίζω Medium diacritics: παρασχίζω Low diacritics: παρασχίζω Capitals: ΠΑΡΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: paraschízō Transliteration B: paraschizō Transliteration C: paraschizo Beta Code: parasxi/zw

English (LSJ)

   A rip up lengthwise, slit up, π. παρὰ τὴν λαπάρην Hdt.2.86 ; open fish, Alex.133.4 :—Pass., τὸ παρεσχισμένον σῶμα D.S.1.91 ; ἱμάτια παρεσχισμένα παρὰ μῆκος Polyaen. 6.49.

German (Pape)

[Seite 501] daneben, an der Seite spalten, hauen, aufschlitzen; λίθῳ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην, Her. 2, 86; bes. von Fischen, Epicharm. bei Ath. VII, 309 f, vgl. Alexis ib. 322 d; Sp., wie Ael. H. A. 17, 31, τῶν ὀΐων παρασχίσαντες τὴν πλευράν.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχίζω: σχίζω κατὰ μῆκος, παρ. παρὰ τὴν λαπάρην Ἡρόδ. 2. 86· ἀνοίγω ἰχθύν, σχίζω τὴν κοιλίαν του, Ἐπίχ. 82. 5. Ahr., Ἄλεξ. ἐν «Λευκ.» 1· π. τὸ σῶμα Διόδ. 1. 91. - Μέσ., π. ἱμάτια παρὰ μῆκος Πολύαιν. 6. 49.

French (Bailly abrégé)

1 fendre sur le côté;
2 faire une incision auprès de, acc..
Étymologie: παρά, σχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ.
β. «ἱμάτια κατά μήκος παρασχιζόμενα», Πολύαιν.).

Greek Monotonic

παρασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω κατά μήκος, ξεσχίζω, σε Ηρόδ.