παραστάτις: Difference between revisions
From LSJ
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αγγείο]] θερμαντικό. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αγγείο]] θερμαντικό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραστάτῐς:''' -ῐδος, θηλ. του [[παραστάτης]], [[βοηθός]], [[επίκουρος]], σε Σοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[στᾰ], ῐδος, fem. of παραστάτης, S.Tr.889 ;
A helper, Id.OC559, X.Mem. 2.1.32, etc. II παραστατίς (sic)· ἀγγεῖον θερμαντικόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 500] ιδος, ἡ, fem. von παραστάτης, Beistand, Gehülfinn, Soph. O. C. 559 Trach. 891; τινί, Xen. Mem. 2, 1, 32 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. τοῦ παραστάτης, Σοφ. Τρ. 889· βοηθός, ἐπίκουρος, ἀντιλήπτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 559, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
femme ou déesse qui prête secours ou assistance.
Étymologie: παραστάτης.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό.
Greek Monotonic
παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.