Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρακελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακελευστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρακελεύομαι]]<br />[[παρακελευσματικός]], [[προτρεπτικός]] («ὡς παρακελευστικὸς ὁ [[λόγος]] ἦν ἐπ' ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακελευστικῶς</i> Α<br />με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακελευστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρακελεύομαι]]<br />[[παρακελευσματικός]], [[προτρεπτικός]] («ὡς παρακελευστικὸς ὁ [[λόγος]] ἦν ἐπ' ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακελευστικῶς</i> Α<br />με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακελευστικός:''' -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], [[ενθαρρυντικός]], [[παραινετικός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευστικός Medium diacritics: παρακελευστικός Low diacritics: παρακελευστικός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakeleustikós Transliteration B: parakeleustikos Transliteration C: parakelefstikos Beta Code: parakeleustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A calling out to, cheering on, π. λόγος ἐπὶ τὴν ἀρετήν Pl.Euthd.283b; π. ἐπίφθεγμα, in battle, Poll.4.86; π. [ἐπίρρημα] A.D. Adv.123.12. Adv. -κῶς Sch.Od.8.11.

German (Pape)

[Seite 482] ή, όν, zurufend, ermunternd, λόγος ἐπ' ἀρετήν, Plat. Euthyd. 283 b. – Adv., Schol. Od. 8, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Πλατ. Εὐθύδ. 283Β· π. ἐπίφθεγμα, ἐν μάχῃ, Πολυδ. Δ΄, 86. - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχολ. εἰς Ὀδ. Θ. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à encourager, à exhorter, avec ἐπί et l’acc. ; t. de gramm., en parl. d’adv. (εἶα, ἄγε, etc.).
Étymologie: παρακελεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακελευστικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακελεύομαι
παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ' ἀρετήν», Πλάτ.).
επίρρ...
παρακελευστικῶς Α
με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.

Greek Monotonic

παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ενθαρρυντικός, παραινετικός, σε Πλάτ.