παραδυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ασκώ]] ισχύ ή [[επιρροή]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλεύω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[συμβασιλεύω]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[ασκώ]] ισχύ ή [[επιρροή]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλεύω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[συμβασιλεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξουσιάζω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδῠναστεύω Medium diacritics: παραδυναστεύω Low diacritics: παραδυναστεύω Capitals: ΠΑΡΑΔΥΝΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: paradynasteúō Transliteration B: paradynasteuō Transliteration C: paradynasteyo Beta Code: paradunasteu/w

English (LSJ)

   A reign beside or with another, Th.2.97, D.C.53.19.    2 have great influence or authority with, c. dat., Id.75.14, Jul. Mis.365a.

German (Pape)

[Seite 478] neben od. mit Einem herrschen, Thuc. 2, 97 u. Sp., wie D. Cass. 53, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παραδῠναστεύω: δυναστεύω παρά τινι, ἢ σύν τινι, Θουκ. 2. 97, Δίων Κ. 53. 19· - ἔχω μεγάλην ἰσχὺν παρά τινι, μετὰ δοτ., αὐτόθι 75· 14· - ἐντεῦθεν παραδυναστεία, Νικήτ. Χρον. 299. 11 (ἔκδ. Βόνν.)· καὶ -δυνάστευσις, αὐτόθι 14. 13, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

exercer le pouvoir à côté de ou avec, τινι.
Étymologie: παρά, δυναστεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
ασκώ ισχύ ή επιρροή σε κάποιον
αρχ.
βασιλεύω κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, συμβασιλεύω.

Greek Monotonic

παραδῠναστεύω: μέλ. -σω, εξουσιάζω μαζί με κάποιον άλλο, σε Θουκ.