πελτάζω: Difference between revisions
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[πέλτη]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] οπλισμένος με [[πέλτη]], [[υπηρετώ]] ως [[πελταστής]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ελαφρά]] οπλισμένος. | |mltxt=Α [[πέλτη]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] οπλισμένος με [[πέλτη]], [[υπηρετώ]] ως [[πελταστής]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ελαφρά]] οπλισμένος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πελτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πέλτη]]), [[υπηρετώ]] ως [[πελταστής]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(πέλτη)
A serve as a πελταστής, opp. ὁπλιτεύω, X.An.5.8.5, Vect.4.52, App.BC2.70.
German (Pape)
[Seite 551] ein πελταστής od. leichtbewaffneter Soldat sein, Xen An. 5, 8, 5 im Ggstz von ὁπλιτεύω, u. Sp., wie App.
Greek (Liddell-Scott)
πελτάζω: (πέλτη) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς ἤτοι ὡπλισμένος διὰ πέλτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτεύω, Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.
French (Bailly abrégé)
servir comme peltaste, càd dans l’infanterie légère.
Étymologie: πέλτη.
Greek Monolingual
Α πέλτη
1. είμαι οπλισμένος με πέλτη, υπηρετώ ως πελταστής
2. είμαι ελαφρά οπλισμένος.