πηχυαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῑος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῑος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηχυαῖος:''' -α, -ον ([[πῆχυς]]), αυτός που έχει το [[μήκος]] ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηχῠαῖος Medium diacritics: πηχυαῖος Low diacritics: πηχυαίος Capitals: ΠΗΧΥΑΙΟΣ
Transliteration A: pēchyaîos Transliteration B: pēchyaios Transliteration C: pichyaios Beta Code: phxuai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.

German (Pape)

[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
long, large, etc. d’une coudée.
Étymologie: πῆχυς.

Greek Monolingual

-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῑος, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πηχυαῖος: -α, -ον (πῆχυς), αυτός που έχει το μήκος ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.