ποικιλόμυθος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Κρόνου και του Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μυθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακριτό</i>-<i>μυθος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Κρόνου και του Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μυθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακριτό</i>-<i>μυθος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποικῐλόμῡθος:''' -ον, αυτός που λέγει ποικίλους, διάφορους λόγους, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of various discourse, χείλη AP5.55 (Diosc.); epith. of Cronus, Orph.H.13.5; of Hermes, ib.28.8.
German (Pape)
[Seite 650] voll mannichfaltiger Rede, Erzählung, beredt, geschwätzig, Orph. H. 12, 5 u. a. sp. D., wie Sosipat. 3 (Diosc. V, 56), χείλη.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόμῡθος: -ον, ὁ λέγων ποικίλα, ποικίλους λόγους, Ἀνθ. Π. 5. 56, Ὀρφ. Ὕμν. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paroles variées, éloquent.
Étymologie: ποικίλος, μῦθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Κρόνου και του Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό-μυθος].
Greek Monotonic
ποικῐλόμῡθος: -ον, αυτός που λέγει ποικίλους, διάφορους λόγους, σε Ανθ.