πόκα: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πότε]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[παιχνίδι]] με χαρτιά που μοιάζει με το [[πόκερ]], με τη [[διαφορά]] ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται [[κλειστά]], στην [[πόκα]] δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>poker</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πότε]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[παιχνίδι]] με χαρτιά που μοιάζει με το [[πόκερ]], με τη [[διαφορά]] ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται [[κλειστά]], στην [[πόκα]] δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>poker</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πόκα:''' ή [[ποκά]][ᾰ], Δωρ. αντί [[πότε]] και [[ποτέ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).
German (Pape)
[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
Greek (Liddell-Scott)
πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πότε.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.———————— (II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].