πίθων: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[πίθηκος]], [[μαϊμουδάκι]]<br /><b>2.</b> [[κόλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του <i>πίθ</i>-<i>ηκ</i>-<i>ος</i>, με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρόμ</i>-<i>ων</i>, <i>τρίβ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[πίθηκος]], [[μαϊμουδάκι]]<br /><b>2.</b> [[κόλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του <i>πίθ</i>-<i>ηκ</i>-<i>ος</i>, με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρόμ</i>-<i>ων</i>, <i>τρίβ</i>-<i>ων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίθων:''' ὁ, [[μικρός]] [[πίθηκος]], σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίθων Medium diacritics: πίθων Low diacritics: πίθων Capitals: ΠΙΘΩΝ
Transliteration A: píthōn Transliteration B: pithōn Transliteration C: pithon Beta Code: pi/qwn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ,

   A little ape, Babr.56.4: καλὸς π. παρὰ παισίν Pi.P.2.72, cf. Sostrat. ap. Eust.1665.53.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, Schmeichler, Pind. P. 2, 72; Sostrat. bei Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πίθων: ὁ, ὁ μικρὸς πίθηκος, Βάβρ. 56. 4· ἐν χρήσει ἐπὶ κόλακος Πινδ. Π. 2. 132, πρβλ. Σώστρατ. παρ’ Εὐστ. 1665. 53.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. πίθηκος.

English (Slater)

πῐθων
   1 monkey καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72)

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμ-ων, τρίβ-ων)].

Greek Monotonic

πίθων: ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.