πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(33)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυσινής]], -ές, Α<br />πολύ [[βλαβερός]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[βλάβη]], [[φθορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>σινής</i>].
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυσινής]], -ές, Α<br />πολύ [[βλαβερός]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίνος]] «[[βλάβη]], [[φθορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>σινής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].

Greek Monotonic

πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.