ποικιλότραυλος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[τραυλός]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>τραυλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[τραυλός]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>τραυλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλότραυλος:''' -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλότραυλος Medium diacritics: ποικιλότραυλος Low diacritics: ποικιλότραυλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΤΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilótraulos Transliteration B: poikilotraulos Transliteration C: poikilotravlos Beta Code: poikilo/traulos

English (LSJ)

ον,

   A lisping in various notes, μέλη Theoc.Ep. 4.10.

German (Pape)

[Seite 650] auf mannichfaltige Art stammelnd, singend, von Vögeln, μέλη κόσσυφοι ἠχεῦσιν, Theocr. 4 (IX, 437).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλότραυλος: -ον, ποικίλως τραυλίζων, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux accents variés.
Étymologie: ποικίλος, τραυλός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό-τραυλος)].

Greek Monotonic

ποικῐλότραυλος: -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ.